απογοητευμένος
[apoɣoitevˈmenos], απογοητευμένη, απογοητευμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- enttäuschtαπογοητευμένοςαπογοητευμένος
- niedergeschlagenαπογοητευμένος θλιμμένοςαπογοητευμένος θλιμμένος