„αποβλακώνω“: αμετάβατο ρήμα αποβλακώνω [apovlaˈkono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) völlig verdummen völlig verdummen αποβλακώνω αποβλακώνω