απλοϊκότητα
[aploiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Naivitätθηλυκό | Femininum, weiblich fαπλοϊκότηταEinfältigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαπλοϊκότητααπλοϊκότητα