„απλοποίηση“: θηλυκό απλοποίηση [aploˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Vereinfachung Vereinfachungθηλυκό | Femininum, weiblich f απλοποίηση απλοποίηση