„απληστία“: θηλυκό απληστία [aplisˈtia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Habgier, Habsucht Habgierθηλυκό | Femininum, weiblich f απληστία Habsuchtθηλυκό | Femininum, weiblich f απληστία απληστία