απεριόριστος
[aperiˈoristos], απεριόριστη, απεριόριστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unbegrenzt, uneingeschränktαπεριόριστοςαπεριόριστος
Thank you for your feedback!