απερισκεψία
[aperiskjeˈpsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Unbedachtheitθηλυκό | Femininum, weiblich fαπερισκεψίαLeichtsinnαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπερισκεψίααπερισκεψία