απεργοσπάστης
[aperɣoˈspastis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, απεργοσπάστρια [aperɣoˈspastria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Streikbrecherαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαπεργοσπάστηςαπεργοσπάστης