„απερίγραπτος“ απερίγραπτος [apeˈriɣraptos], απερίγραπτη, απερίγραπτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unbeschreiblich unbeschreiblich απερίγραπτος απερίγραπτος