απεγνωσμένος
[apeɣnozˈmenos], απεγνωσμένη, απεγνωσμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verzweifeltαπεγνωσμένος προσπάθειααπεγνωσμένος προσπάθεια
Thank you for your feedback!