„απασφαλίζω“: μεταβατικό ρήμα απασφαλίζω [apasfaˈlizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) entsichern entsichern απασφαλίζω όπλο απασφαλίζω όπλο