απαρατήρητος
[aparaˈtiritos], απαρατήρητη, απαρατήρητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unbemerkt, unauffälligαπαρατήρητοςαπαρατήρητος
Thank you for your feedback!