απαραλλήλιστος
[aparaˈlilistos], απαραλλήλιστη, απαραλλήλιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sondergleichenαπαραλλήλιστοςαπαραλλήλιστος
Thank you for your feedback!