„απαρίθμηση“: θηλυκό απαρίθμηση [apaˈriθmisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Aufzählung Aufzählungθηλυκό | Femininum, weiblich f απαρίθμηση απαρίθμηση