απαράβατος
[apaˈravatos], απαράβατη, απαράβατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unverletzlichαπαράβατος κανόνας, νόμοςαπαράβατος κανόνας, νόμος
Thank you for your feedback!