„απαλότητα“: θηλυκό απαλότητα [apaˈlotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Weichheit, Glätte Weichheitθηλυκό | Femininum, weiblich f απαλότητα Glätteθηλυκό | Femininum, weiblich f απαλότητα απαλότητα