„απαλλοτριώνω“: μεταβατικό ρήμα απαλλοτριώνω [apalotriˈono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) enteignen enteignen απαλλοτριώνω απαλλοτριώνω