απαγορευτικός
[apaɣoreftiˈkos], απαγορευτική, απαγορευτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- απαγορευτικό σήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nVerbotsschildουδέτερο | Neutrum, sächlich n