„Απάτη“: θηλυκό Απάτη [aˈpati]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ate Ateθηλυκό | Femininum, weiblich f Απάτη μυθολογία | Mythologieμυθ Απάτη μυθολογία | Mythologieμυθ
„απάτη“: θηλυκό απάτη [aˈpati]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Betrug, Täuschung, Schwindel Betrugαρσενικό | Maskulinum, männlich m απάτη Schwindelαρσενικό | Maskulinum, männlich m απάτη απάτη Täuschungθηλυκό | Femininum, weiblich f απάτη απάτη examples απάτη σχετιζόμενη με ασφάλειες Versicherungsbetrugαρσενικό | Maskulinum, männlich m απάτη σχετιζόμενη με ασφάλειες