αξιοσημείωτος
[aksiosiˈmiotos], αξιοσημείωτη, αξιοσημείωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- bemerkenswertαξιοσημείωτοςαξιοσημείωτος
Thank you for your feedback!