„αξιοσημείωτο“: ουδέτερο αξιοσημείωτο [aksiosiˈmioto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Merkwürdigkeit Merkwürdigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f αξιοσημείωτο αξιοσημείωτο