„αξιοσέβαστος“ αξιοσέβαστος [aksioˈsevastos], αξιοσέβαστη, αξιοσέβαστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) respektabel respektabel αξιοσέβαστος αξιοσέβαστος