„αξιοπρεπής“ αξιοπρεπής [aksiopreˈpis], αξιοπρεπής, αξιοπρεπέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) anständig, würdevoll anständig, würdevoll αξιοπρεπής αξιοπρεπής