αξιοπιστία
[aksiopisˈtia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Glaubwürdigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαξιοπιστίαZuverlässigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαξιοπιστίααξιοπιστία