αξιομνημόνευτος
[aksiomniˈmoneftos], αξιομνημόνευτη, αξιομνημόνευτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- erwähnenswertαξιομνημόνευτοςαξιομνημόνευτος
Thank you for your feedback!