„αξιομίμητος“ αξιομίμητος [aksioˈmimitos], αξιομίμητη, αξιομίμητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nachahmenswert nachahmenswert αξιομίμητος αξιομίμητος