αξιοκατάκριτος
[aksiokaˈtakritos], αξιοκατάκριτη, αξιοκατάκριτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verwerflichαξιοκατάκριτοςαξιοκατάκριτος
Thank you for your feedback!