„αξιοθρήνητος“ αξιοθρήνητος [aksioˈθrinitos], αξιοθρήνητη, αξιοθρήνητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) beklagenswert beklagenswert αξιοθρήνητος αξιοθρήνητος