„αξιοθαύμαστος“ αξιοθαύμαστος [aksioˈθavmastos], αξιοθαύμαστη, αξιοθαύμαστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bewunderswert bewunderswert αξιοθαύμαστος αξιοθαύμαστος