αξιοθέατος
[aksioˈθeatos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, αξιοθέατη, αξιοθέατοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sehenswertαξιοθέατοςαξιοθέατος
αξιοθέατος
[aksioˈθeatos]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Sehenswürdigkeitenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplαξιοθέατοςαξιοθέατος