„αξιανάγνωστος“ αξιανάγνωστος [aksiaˈnaɣnostos], αξιανάγνωστη, αξιανάγνωστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) lesenswert lesenswert αξιανάγνωστος αξιανάγνωστος