„αξίζω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα αξίζω [aˈksizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <ohneαόριστος | Aorist aor> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wert sein, kosten, fähig sein, verdienen wert sein αξίζω έχω κάποια αξία αξίζω έχω κάποια αξία kosten αξίζω κοστίζω αξίζω κοστίζω fähig sein αξίζω έχω ικανότητες αξίζω έχω ικανότητες verdienen αξίζω είμαι άξιος κάποιου πράγματος αξίζω είμαι άξιος κάποιου πράγματος examples (δεν) αξίζει es lohnt sich (nicht) (να zu) (δεν) αξίζει δε σου αξίζει das hast du nicht verdient δε σου αξίζει δεν αξίζει τον κόπο das rentiert sich nicht, es lohnt sich nicht δεν αξίζει τον κόπο