αξέχαστος
[aˈksexastos], αξέχαστη, αξέχαστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unvergesslichαξέχαστος που δεν ξεχνιέταιαξέχαστος που δεν ξεχνιέται
- unvergessenαξέχαστος που δεν ξεχάστηκεαξέχαστος που δεν ξεχάστηκε