ανώμαλος
[aˈnomalos], ανώμαλη, ανώμαλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unregelmäßigανώμαλοςανώμαλος
- uneben, holp(e)rigανώμαλος δρόμοςανώμαλος δρόμος
- abnorm(al)ανώμαλος βιολογία | Biologieβιολ ιατρική | Medizinιατρανώμαλος βιολογία | Biologieβιολ ιατρική | Medizinιατρ
- perversανώμαλος σεξουαλικάανώμαλος σεξουαλικά