„ανύποπτος“ ανύποπτος [aˈnipoptos], ανύποπτη, ανύποπτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ahnungslos, arglos ahnungslos, arglos ανύποπτος ανύποπτος