ανόρεκτος
[aˈnorektos], ανόρεκτη, ανόρεκτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- appetitlosανόρεκτος χωρίς όρεξηανόρεκτος χωρίς όρεξη
- lustlosανόρεκτος άκεφοςανόρεκτος άκεφος