ανόργανος
[aˈnorɣanos], ανόργανη, ανόργανοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- anorganischανόργανοςανόργανος
examples
- ανόργανο άλαςουδέτερο | Neutrum, sächlich nMineralsalzουδέτερο | Neutrum, sächlich n