„ανόμοιος“ ανόμοιος [aˈnomios], ανόμοια, ανόμοιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ungleich, unähnlich ungleich, unähnlich ανόμοιος ανόμοιος