„ανωφέρεια“: θηλυκό ανωφέρεια [anoˈferia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Steilheit Steilheitθηλυκό | Femininum, weiblich f ανωφέρεια ανωφέρεια