„ανωτερότητα“: θηλυκό ανωτερότητα [anoteˈrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Überlegenheit Überlegenheitθηλυκό | Femininum, weiblich f ανωτερότητα ανωτερότητα