ανωνυμία
[anoniˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Anonymitätθηλυκό | Femininum, weiblich fανωνυμίαανωνυμία
examples
- ανώνυμο προϊόνουδέτερο | Neutrum, sächlich nNo-Name-Produktουδέτερο | Neutrum, sächlich n