„ανυψώνω“: μεταβατικό ρήμα ανυψώνω [aniˈpsono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) emporheben, hochheben emporheben ανυψώνω ανυψώνω hochheben ανυψώνω χέρι ανυψώνω χέρι