„ανυπότακτος“ ανυπότακτος [aniˈpotaktos], ανυπότακτη, ανυπότακτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ungehorsam, aufsässig ungehorsam, aufsässig ανυπότακτος ανυπότακτος