„ανυπομονώ“: αμετάβατο ρήμα ανυπομονώ [anipomoˈno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ungeduldig sein, gespannt sein ungeduldig sein, gespannt sein ανυπομονώ ανυπομονώ