„ανυπομονησία“: θηλυκό ανυπομονησία [anipomoniˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ungeduld Ungeduldθηλυκό | Femininum, weiblich f ανυπομονησία ανυπομονησία