ανυπέρβλητος
[aniˈpervlitos], ανυπέρβλητη, ανυπέρβλητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unüberwindlichανυπέρβλητος εμπόδιο, δυσκολίαανυπέρβλητος εμπόδιο, δυσκολία
- unübertrefflich (σε in+δοτική | +Dativ +dat)ανυπέρβλητος σε ομορφιά, εξυπνάδαανυπέρβλητος σε ομορφιά, εξυπνάδα