„αντιψυκτικό“: ουδέτερο αντιψυκτικό [andipsiktiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Frostschutzmittel Frostschutzmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n αντιψυκτικό αντιψυκτικό