αντιφρονούσα
[andifroˈnusa]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Andersdenkendeθηλυκό | Femininum, weiblich fαντιφρονούσαAndersgläubigeθηλυκό | Femininum, weiblich fαντιφρονούσααντιφρονούσα
- Dissidentinθηλυκό | Femininum, weiblich fαντιφρονούσα πολιτική | Politikπολιταντιφρονούσα πολιτική | Politikπολιτ