„αντιτορπιλικό“: ουδέτερο αντιτορπιλικό [anditorpiliˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zerstörer Zerstörerαρσενικό | Maskulinum, männlich m αντιτορπιλικό ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ αντιτορπιλικό ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ