αντισυμβατικός
[andisimvatiˈkos], αντισυμβατική, αντισυμβατικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unkonventionellαντισυμβατικόςαντισυμβατικός
Thank you for your feedback!